ὁρικοῦ

ὁρικοῦ
ὁρικός
akin to definition
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὀρικοῦ — ὀρικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πραντλ, Λουδοβίκος — (Prandtl, 1875 – 1953). Γερμανός επιστήμονας. Διετέλεσε καθηγητής της μηχανικής στο Ανόβερο και ασχολήθηκε με τη μηχανική των στερεών και των υγρών. Το 1904 διορίστηκε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Γοτίγγης και βοήθησε σημαντικά στη δημιουργία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”